- χερσεύω
- ΜΑ [χέρσος](το παθ.) χερσεύομαιμεταβάλλομαι σε χέρσο, γίνομαι ξερός και άγονος, χερσώνομαι (α. «γῆν χερσευομένην», Ευσ.β. «ἀγαθὴ γῆ πέφυκεν, ἀλλ' ἀμεληθεῑσα χερσεύεται», Πλούτ.)αρχ.1. ζω ή βρίσκομαι στη στεριά («χελώνη μὴ δυναμένη χερσεύειν», Πλούτ.)2. (για περιοχή) είμαι ή γίνομαι χέρσος, άγονος (α. «πλείους εἰσὶν οἱ πρότερον ἔνυδροι, νῡν δὲ χερσεύοντες», Αριστοτ.β. «τὰς εὐκάρπους ἀρούρας χερσεύειν ἐᾷ», Φίλ.)3. (σχετικά με περιοχή) εγκαταλείπω ώστε να χερσώσει.
Dictionary of Greek. 2013.